λόρι

λόρι
(lori). Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών παπαγάλων της οικογένειας των λοριδών, της τάξης των ψιττακομόρφων. Το σώμα τους είναι σχετικά μικρό, με μήκος 17-30 εκ. και βάρος 50-150 γρ. Χαρακτηρίζονται από φτέρωμα έντονου χρώματος που καταλήγει σε διαβαθμισμένη ουρά με αιχμηρά και στενά πούπουλα. Οι λ. τρέφονται κυρίως με νέκταρ λουλουδιών αλλά ορισμένες φορές και με καρπούς ή με έντομα. Είναι διαδεδομένοι στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στις Μολούκες και στην Ινδονησία. Τυπικά γένη είναι τα Trichoglossus, Chalcopsitta, Eos, Lorius, Charmosyna κ.ά. Από τα πιο κοινά είδη λ. είναι ο Trichoglossus haematodus, που έχει μήκος περίπου 30 εκ., συμπεριλαμβανομένης και της ουράς, και πολύχρωμο φτέρωμα κόκκινου, γαλάζιου, πράσινου και κίτρινου χρώματος. Στην άκρη της γλώσσας αυτών των παπαγάλων υπάρχουν μικρές τριχοειδείς αιχμές, με τις οποίες ρουφούν το νέκταρ από τα άνθη. Το είδος αυτό ζει κατά σμήνη, ενώ προτιμά ως τόπο διαμονής τα δάση ευκαλύπτων. Εξαιτίας της αδηφαγίας του μπορεί να προξενήσει μεγάλες ζημιές στα οπωροφόρα, γι’ αυτό και καταδιώκεται εντατικά από τους γεωργούς. Άλλα είδη είναι η Charmosyna amabilis με κόκκινο λαιμό και ο μικρός Eos squamata με φολιδωτό στήθος, που ζουν στην Αυστραλία, καθώς και ο Lorius lory, παπαγάλος της Νέας Γουινέας, που έχει μήκος περίπου 28 εκ. και χαρακτηρίζεται από τα έντονα χρώματα των φτερών και στα δύο φύλα.
* * *
το
ζωολ. κοινή διεθνής ονομασία τών παπαγάλων τής οικογένειας ψιττακίδες και τής φυλής loriini.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • Ίνο, Μπράιαν — (Brian Peter George St. Baptiste de la Salle Eno, Γούντμπριτζ κομητείας Σάφολκ, Αγγλία 1948 –). Βρετανός μουσικός, συνθέτης, εκτελεστής και παραγωγός. Παρότι δεν είχε μάθει κανένα μουσικό όργανο, άρχισε να πειραματίζεται με πολυκάναλα μαγνητόφωνα …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”